Σερφάροντας ένα
πρωί στου Facebook τα μέρη
επρόσεξα μία μικρή
που την ελέγαν Μαίρη.
Στην ηλικία έγραφε
ετών δεκαεννέα
και φάνταζε, ομολογώ, πανέμορφη η νέα.
Ευθύς βάζω μία φωτό προφίλ του εικοσάρη
ελπίζοντας η νεαρή να μην πάρει χαμπάρι.
«Οι φίλοι
χαϊδευτικά με λεν όλοι Αντρίκο
και θα ᾿θελα διακαώς στους φίλους σας ν᾿ ανήκω.
Θαρρώ ότι θα γράψουμε οι δυο μας ιστορία·
δεχτείτε με στους
φίλους σας όχι σαν αβαρία.
Στέκομαι εδώ και σας κοιτώ κι ακόμα δεν χορταίνω
να σας θωρώ και έγινα κάρβουνο αναμμένο.
Εις τη ζωή μου φέρατε αμέσως την αιθρία
ενώ πρώτα βρισκόμουνα σε νάρκη χειμερία.
Οι πάντες θα ᾿χουνε να λεν «Αντρίκος και η Μαίρη»
φθονώντας μας όλοι οι νιοι, μεσήλικες και γέροι.
Επικρατούσε απέναντι σιγή που ᾿χουν οι τάφοι
μα μια στιγμή επρόσεξα
ξεκίνησε να γράφει.
«Έστω και αν προτίθεσαι να μου προσφέρεις χάδι
να ξέρεις τούτη πρόταση ότι μυρίζει… Άδη.
Εις το μυαλό μου
έρχεται «Μιμίκος και η Μαίρη»
για τούτο και δεν πρόκειται να σου δώσω το χέρι.
Δεν θέλω εις τα μνήματα, φίλε, να καταλήξω
μα ένα πλουσιόπαιδο θα ᾿θελα να τυλίξω.
Ας είναι και μεσήλικας μα να ᾿χει μια Ferrari
να οδηγήσει ολοταχώς να έρθει να με πάρει.
Δεν θέλω άντρα
αμούστακο, μουστακαλή τον θέλω
γι᾿ αυτό και στο εξώτερον πυρ τώρα σ᾿ αποστέλλω.
Και μ᾿ ένα κλικ με μπλόκαρε η άπονη η Μαίρη
και τούτο με επλήγωσε εν όλω και εν μέρει!