Κυριακή 3 Μαρτίου 2024

Του ασώτου υιού

 

Χρόνια πολλά σου εύχομαι, αγαπητέ Αντρέα,

σήμερα που γιορτάζετε, και να περνάτε ωραία.

Εις την αρχή ήμουν σεμνό, σεμνό παπαδοπαίδι

και όντως εκοκκίνιζα σαν έβλεπα μια λαίδη.

Ο νους μου εις το διάβασμα, να παίρνω εικοσάρια,

να γράφω κάνα ποίημα και να περνώ μακάρια.

Ετύγχανε να ήμουνα και ο σημαιοφόρος·

δεν άφηνα πλησίον μου να ‘ρθει ο Εωσφόρος.

Πήγα μετά εις τον στρατό, στην Αεροπορία,

και να πετώ σαν έβλεπα μίαν κομψή κυρία.

Και για να μην πολυλογώ, περνούσαμε ωραία

κι ας πούνε κάποιοι, τάχατε, φερόμουνα ακραία.

 

Έρχεται η απόλυση, πηγαίνω στην Αθήνα

και εις το σπίτι έφθασε γράμμα τον πρώτο μήνα.

Τ’ ανοίγει ο πατέρας μου δίπλα από την μητέρα

που τα καλάθια έπλεκε και νύχτα και ημέρα.

(Καλάθια έπλεκα κι εγώ πάντα τα καλοκαίρια

να βγάζουμε τα δίδακτρα, ήταν τότε μιζέρια).

Άρχισε και το διάβαζε κάπως χαμηλοφώνως

να μην ακούει η γειτονιά και το χωριό συγχρόνως.      

 

Τέλειωσε την ανάγνωση και δίπλωσε το γράμμα

και λέει αναστενάζοντας, στη μάνα μου, συνάμα:

-Ακούεις τον τι έκαμνε ο γιος σου ο κανακάρης;

«Καλός καλός ο χοίρος μας κι εβγήκε χαλαζιάρης*!»

 

----------------------------

*Χαλαζάρης = χάλαζα, ζωϊκόν παράσιτον των μυών του χοίρου, μεταδιδόμενον και εις τον άνθρωπον δια της εδωδής χαλαζοφόρου χοιρείου κρέατος, τρωγομένου ιδίως ωμού εν μορφή χοιρομοιρίων. Λίαν επικίνδυνον εις τον άνθρωπον και χοίρον (Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας)