Η σύζυγος εδούλευε δίπλα σε άλλη πόλη
κι έλειπε απ᾿ το σπίτι της σχεδόν
τη μέρα όλη.
Ο σύζυγος εσκέφτηκε μίαν καλή
ημέρα
να πάει κι αλλού να μυριστεί αλλιώτικο
αέρα.
Αφού, λοιπόν, η σύζυγος ήταν σε πόλη
άλλη
επήγε σ᾿ οίκον ανοχής έτσι αγάλι
αγάλι.
Κι οποίαν τότε έκπληξη αντίκρισε
μεγάλη!
Ίλιγγος τον κατέλαβε και μια
μεγάλη ζάλη.
Η σύζυγός του ήτανε η πόρνη στο
πορνείον
κι εκείνος την ενόμιζε ως άκακον
αρνίον.
Αντί, λοιπόν, να δούλευε εις το
πολυκατάστημα
μ᾿ άλλους πολλούς επήγαινε σε
τούτο το κατάστημα.
Αφού όμως εγλύτωσε το έμφραγμα ο
τύπος
επήρε διαζύγιο νομίμως,
νομοτύπως.
Τη σύζυγο, της ηδονής κι ας πίνει
το ποτήρι,
ο Πλάστης μου την αγαπά, μα και
τον νοικοκύρη!