Πέμπτη 2 Αυγούστου 2018

Η καριόλα κι η τσαγιέρα


Έφτιαξα τη βαλίτσα μου να πάω στην Αθήνα
κι η μάνα μου μού έβαλε και τούτα και εκείνα.
Επίσης μου παράγγειλε «το νου σου εις τα γράμματα
γιατί έχω για τη γούνα σου, αλλιώς, να ξέρεις ράμματα.
Να αγοράσεις», είπεν μου, «μίαν μικρή καρκόλα
και μην τα μπλέξεις με καμιάν Καλαμαρού ροκόλα.
Να πάρεις», μου επρότεινε, «και μιαν φθηνή τσαέρα
και μη γεμίσουν τα μυαλά στην ξενιτειάν αέρα».

Έφθασα εις τον Πειραιά, επήγα στην Αθήνα
και καταγοητεύτηκα, ήτανε μια σειρήνα.
Για λίγες μέρες έμεινα κοντά σε ένα φίλο
κι ευχαριστίες απ᾿ εδώ δημόσια του οφείλω.
Σύντομα ενοικίασα ένα μικρό ισόγειο
και πρίγκηψ αισθανόμουνα, ήμουνα στο απόγειο. 

Πήγα σε μιαν πωλήτρια, μιαν άψογη καθ᾿ όλα.
«Θέλω, κυρία», είπα της, «να πάρω μιαν καριόλα».
Άλλαξε ύφος πάραυτα, με κοίταξεν αγρίως
και είδα ότι έβραζεν ένδον κι υποδορίως.
«Τι μας περνάτε, κύριε, δεν είναι εδώ μπουρδέλο».
«Μα τι λέτε, κυρία μου, καριόλα, είπα θέλω.
Δεν θέλω μίαν ακριβή αλλά μίαν φθηνή,           
δεν θέλω πολυτέλεια, θέλω μίαν κοινή».
«Και συνεχίζεις κύριε, δεν ντρέπεσαι καθόλου
να φύγεις  τώρα απ᾿ εδώ, ρε τέκνον του διαβόλου».
Έγινα κατακόκκινος, υπήρχαν γύρω κι άλλοι
και στο κεφάλι ένιωσα πολύ μεγάλη ζάλη.
Κάνω τότε μεταβολή, γυρίζω για να φύγω,
κάτι είδανε τα μάτια μου και στάθηκα για λίγο.
«Αφού, κυρία, έχετε, γιατί δεν μου πουλάτε
κι έξω απ᾿ το κατάστημα άπονα με πετάτε;»
«Μα τι έχουμε κύριε, γιατί τόσο γινάτι;»
«Να τούτη δω κυρία μου». «Μα συ θέλεις ντιβάνι
και δεν γνωρίζεις να το πεις και μου ζητάς καριόλα;»
Κι είχαμε τέλος αίσιο με τούτη τη μαριόλα!

«Τώρα», της είπα, «δεσποινίς, θέλω και μια τσαγέρα».
«Πάλι τα ίδια άρχισες, βλέπεις εδώ τσαγιέρα;»
Και μου ᾿κανε το τσάι μου πάλιν η δεσποινίδα,
κι αν δεν ντρεπόμουν θα ᾿λεγα «άι σιχτίρ ρε γίδα».
Στο βάθος όμως πρόσεξα να ᾿χει πολλές τσαέρες
«να τέτοια θα ᾿θελα κυρά, και άσε τις φοβέρες».
«Καρέκλα θέλεις και ζητάς, αγαπητέ, τσαγιέρα;
Πρέπει να είσαι αλλοδαπός, να ᾿ρχεσαι από πέρα.
Και πάλι τα κατάφερες, μ᾿ ανέβασες την πίεση.
Κύπριος  θα ᾿σαι κρίνοντας, θαρρώ, απ᾿ την αμφίεση.
Έπρεπε να σε έκοβα νομίζω απ᾿ τη μούρη.
Γι᾿ αυτό ακούω να σας λεν «κυπριακό γαϊδούρι!»

Τοιαύτην περιπέτεια –άσ’ την κυρά μου, άσ’ τη-
είχα τις πρώτες μέρες μου  εις το κλεινόν μας άστυ!