Ευθύς ως με αντίκρυσε αχόρταγα κοιτούσε
και είχα μια διαίσθηση ότι με εποθούσε.
Και έλεγα «Αντρέα μου, έχεις σουξέ ακόμη
έστω κι αν σ᾿ αραίωσε εσχάτως και η κόμη».
Έβαλε και τα δάκτυλα μετά μέσα στο στόμα
και έλεγα «Αντρέα μου, πόσα θα δεις
ακόμα!».
Μετά ᾿κανε πως κοίταζε με απλανές το
βλέμμα
κι εγώ όντως τρελάθηκα και δεν σας λέω
ψέμα.
Τ᾿ αγγελικό της πρόσωπο με έκσταση
θωρούσα
και να αρθρώσω μια μιλιά καθόλου δεν
μπορούσα.
Το βλέμμα μου κατέβηκε σιγά σιγά πιο
κάτω
και πήγε στο δερμάτινο κι έγινα ανωκάτω.
Μετά ᾿φερε τα χέρια της μπροστά όπως
θωρείτε
και είχα όντως τρελαθεί και να μην
απορείτε.
Έβγαλε και το πόδι της το ένα προς τα
έξω
και έλεγα «Αντρέα μου, καθόλου δεν θ᾿
αντέξω».
Εκοίταζα τις μπότες της κι ήταν ιδέσθαι
χάρμα
και θα την έχω, έλεγα, εις το δικό μου
άρμα!
Μετά η Bella
άφησε ελεύθερα τα χέρια
και φάνταζε, ομολογώ, μια ύπαρξη
αιθέρια.
Το πόδι της τ᾿ αριστερό επήρε άλλη θέση
και όπως πάει, έλεγα, αυτή θα με
εκθέσει.
Μετά γύρισε πλάγια και με λοξοκοιτούσε
κι όντως σε σκέψεις πονηρές, ομολογώ, μ᾿
ωθούσε.
Και τελικά σηκώθηκε κι έφυγε μ᾿ έναν
άλλο
κι εγώ στην Πάφο, φαίνεται, εργένης θα
τη βγάλω!