Πώς
με κοιτάζεις πονηρά κορίτσι του διαβόλου;
Πως
είμαι τέκνον του παπά δεν σε πειράζει διόλου;
Άνοιξες
το πουκάμισο προβάλλοντας τα στήθη
κι
ούτε λιγάκι σκέφτεσαι της ράτσας μας τα ήθη;
Ύπαγε,
λέω, οπίσω μου ξανθέ μου σατανά
γιατί
μαζί σου, σίγουρα, είν’ όλα πιθανά.
Τι θα
’χω ν’ απολογηθώ της Κρίσεως τη μέρα
στην
Παρουσία άλλως πως, ως λέγεται, Δευτέρα;
Θέλεις
ν’ ακούσω «αμαρτωλέ, ύπαγε μάνι μάνι
να
βράζεις αθεόφοβε, στην πίσσα, στο καζάνι»;
Στρέφω
λοιπόν τους οφθαλμούς μακράν απ’ το
κορμί σου
μήπως
και μπω στον πειρασμό κι απολεσθώ μαζί σου!
Εξαιρετικό...!!!!!!!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΜπράβο, Αντρέα...!