Σάββατο 6 Απριλίου 2024

Της ιεράς μονής… συνέχεια

Εφθάσανε τα έργα τους μέχρι τη Σιγκαπούρη

και όντως ακριβολογώ δεν κάνω καλαμπούρι.

Ένας τους έδωσε εκατό, έδωσε πεντακόσια,

κι οι άλλοι ούτε ιερά είχανε ούτε όσια.

Μα ο θεός τους ήτανε, θαρρώ, ο Μαμμωνάς

και όλας κατατρόπωσαν του Άθω τας μονάς.

Στο χρηματοκιβώτιο χιλιάδες οκτακόσιες

κι όλες τις θεωρούσανε και ιερές και όσιες.

Μετέτρεψαν και τη μονή σε ζαχαροπλαστείο

κι αυτό που γράφω, φίλοι μου, δεν είναι καν αστείο.

Κι έτρεχε κάμποσος λαός να πάρει τα γλυκά του

να φάει προσευχόμενος για να δει την υγειά του.

Έκαναν δε και τον σταυρό να αναβλύζει μύρο

και εις τα επουράνια ανέβασαν τον τζίρο.

Κάποιες γριούλες τα ‘δωσαν και δεν είχαν να φάνε

αρκεί που στον Παράδεισο, τους είπανε, θα πάνε.

Άλλες τους μεταβίβασαν μέχρι και τα χωράφια

και δεν είχαν μιαν τελετή να κάνουν επιτάφια!

 

Ο Πάφου ο Χρυσόστομος είχε το πόδι στήσει

και τη μονή δεν ήθελε τότε να ευλογήσει.

Όλες αυτές τις λαμογιές πάντα τις κυνηγούσε

άνκαι ένα μέρος του λαού εσιγομουρμουρούσε.

«Στην Πάφο οι εικόνες μας ποτέ τους δεν δακρύζουν

ούτε και μύρο ασφαλώς ποτέ δεν αναβλύζουν»

έλεγε όταν θαύματα αλλού κάναν εικόνες

-όπερ γινόταν ασφαλώς πάντα, εις τους αιώνες.

 

Εμείς στην Πάφο, ξέρετε, είμαστε άλλο κράμα

κι εύκολα δεν δεχόμαστε του καθενός το θάμα.

Τον Παύλο τον εσύραμε, ως λεν, εκόντα άκοντα,

τον δέσαμε, του δώσαμε παρά μια τεσσαράκοντα*!

Και έκτοτε μας κυνηγά του Παύλου η κατάρα

και μέσα μέσα τρώγουμε καμια γερή σφαλιάρα!

 

-------------------------------------

*τεσσαράκοντα παρὰ μίαν: Από την ιουδαϊκή παράδοση που δεν έπρεπε τα κτυπήματα με το μαστίγιο να υπερβαίνουν τα 40. Επειδή στις τιμωρίες χρησιμοποιείτο συνήθως το φραγγέλιο με 3 απολήξεις, δίνονταν 13 μαστιγώσεις στους τιμωρούμενος με αυτό, οπότε συνολικά 13 × 3 = 39 χτυπήματα – πληγές στην πλάτη, δηλαδή σαράντα πλην μίας, ώστε να μην γίνει υπέρβαση του επιτρεπόμενου ορίου.

  

Του όσιου Αββακούμ

Μετέτρεψαν οίκον θεού σε οίκον εμπορίου,

εξελιγμένον βέβαια, μέσω διαδικτύου.

Εικόνες τροποποίησαν να αναβλύζουν μύρο

κι έτσι αυξήσανε πολύ τον ιερό τους τζίρο.

Ταξίδια διοργάνωναν σ’ αγιασμένους τόπους,

εκεί που κάθε άγιος ήταν όντως γυμνόπους.

Εις τους πιστούς εμοίραζαν,  λέγεται, και κουπόνια,

και έκαναν κι εξορκισμούς να διώξουν τα δαιμόνια!

Και τρέχανε οι αφελείς να σώσουν την ψυχή τους

μα τελικά κατάφερναν ν’ αδειάσουν το πουγκί τους.

 

Καλά οι προϊστάμενοι τι έκαμναν, να μάθω.

Νόμισαν ότι έφεραν εις το νησί τον Άθω;

Έβλεπαν κάμποσους πιστούς εκεί να συνωστίζονται

και χαίρονταν, φαντάζομαι, αντί να δαιμονίζονται;

Μα τώρα τα ιμάτια άκουσα ότι σκίζουν

και να στείλουν στη φυλακή τους μοναχούς πασχίζουν.

 

Αυτά συνέβαιναν από αρχαιοτάτων χρόνων

και ο κανόνας ήτανε στο διάβα των αιώνων.

Πόσα λεφτά εχάθησαν σε εικονογραφήσεις!

Τέτοια ήταν ανέκαθεν η ανθρωπίνη φύσις!

Πόσα λεφτά εχάθησαν μέσα από τα ιδρύματα

και σε παπά κατέληγαν, ως λέγεται, τα χρήματα;

Πόσα λεφτά εχάθησαν από πολλούς εράνους

κι ας πούνε κάποιοι έγινα εσχάτως και παράνους.

Πιστεύαμε οι Ορθόδοξοι πως πάντα υπερέχουμε

και από τέτοιους πειρασμούς πάντοτε πως απέχουμε.

Παρέμεινε η ίδια στο διάβα των αιώνων

η φύση η ανθρώπινη, προγόνων κι απογόνων.

 

Από μονή που ήτανε του όσιου Αβακούμ

θαρρώ πως μετατράπηκε σε όσιου… Αλαλούμ!

 

  

Παρασκευή 5 Απριλίου 2024

Ο Κληρίδης αναθεωρεί την άποψή του περί Κύπρου ως Μπανανίας

Η Μπανανία κύριοι σ’ όλο το μεγαλείο

κι αυτό που λέω ασφαλώς είναι το πλέον λίο*.

Έξι χιλιάδες, νοίκιασε ένας χώρο, τον χρόνο,

από το κράτος ασφαλώς, όπως διαπιστώνω.

Αυτός το ενοικίασε πίσω πάλιν στο κράτος              

-μα είναι κράτος πέστε μου ή είναι παρακράτος;-

χιλιάδες εκατόν τριάκοντα και πέντε

όπως το παραδέχονται γνησίως, veramente.

Και αποθήκη έγινε ο χώρος των φαρμάκων,

που να τους εφαρμάκωνε του Άη Γιώργη ο δράκων,

γιατί η στέγη έμπαζε νερά ως λένε τώρα.

Την Καθαρά Δευτέρα, λεν, πλακώνει μία μπόρα

και φάρμακα που άξιζαν ένα εκατομμύριο

τα δύστυχα «αποδήμησαν, εν τέλει, εις τον Κύριο».

 

Παλιά, θυμάστε, βάλαμε τους servers στο υπόγειο

-at least ας τους εβάζαμε όλους εις του ισόγειο-

και μια μπόρα αχρήστεψε όλα τα δεδομένα

και οι πολίτες πλήρωσαν και πάλιν τα σπασμένα.

 

Ο νόμος των προσωπικών, θα πούνε, δεδομένων

δεν επιτρέπει να μας πουν και τον συγκεκριμένον

που νοίκιασε το κτίριο εις τον ιδιοκτήτη·

το λέω άλλη  μια φορά, πίσω στο κράτος, ήτοι.

 

Κι εσύ λαέ μου πλήρωνε, λαέ βασανισμένε

και λέγε όλα παν καλά, αλλέως molto bene**!

 

Άκουσα πως το έμαθε κι ο Γλαύκος εις τον Άδη

εκεί που πάλιν έπινε με φίλους, χθες το βράδυ,

και είπε κατεβάζοντας άλλη μια ζιβανία:

«Πιστεύω υπερέβημεν, μάλλον, την Μπανανία!»

 

 

*λίο: λίγο

**molto bene: πολύ καλά

  

Κυριακή 3 Μαρτίου 2024

Του ασώτου υιού

 

Χρόνια πολλά σου εύχομαι, αγαπητέ Αντρέα,

σήμερα που γιορτάζετε, και να περνάτε ωραία.

Εις την αρχή ήμουν σεμνό, σεμνό παπαδοπαίδι

και όντως εκοκκίνιζα σαν έβλεπα μια λαίδη.

Ο νους μου εις το διάβασμα, να παίρνω εικοσάρια,

να γράφω κάνα ποίημα και να περνώ μακάρια.

Ετύγχανε να ήμουνα και ο σημαιοφόρος·

δεν άφηνα πλησίον μου να ‘ρθει ο Εωσφόρος.

Πήγα μετά εις τον στρατό, στην Αεροπορία,

και να πετώ σαν έβλεπα μίαν κομψή κυρία.

Και για να μην πολυλογώ, περνούσαμε ωραία

κι ας πούνε κάποιοι, τάχατε, φερόμουνα ακραία.

 

Έρχεται η απόλυση, πηγαίνω στην Αθήνα

και εις το σπίτι έφθασε γράμμα τον πρώτο μήνα.

Τ’ ανοίγει ο πατέρας μου δίπλα από την μητέρα

που τα καλάθια έπλεκε και νύχτα και ημέρα.

(Καλάθια έπλεκα κι εγώ πάντα τα καλοκαίρια

να βγάζουμε τα δίδακτρα, ήταν τότε μιζέρια).

Άρχισε και το διάβαζε κάπως χαμηλοφώνως

να μην ακούει η γειτονιά και το χωριό συγχρόνως.      

 

Τέλειωσε την ανάγνωση και δίπλωσε το γράμμα

και λέει αναστενάζοντας, στη μάνα μου, συνάμα:

-Ακούεις τον τι έκαμνε ο γιος σου ο κανακάρης;

«Καλός καλός ο χοίρος μας κι εβγήκε χαλαζιάρης*!»

 

----------------------------

*Χαλαζάρης = χάλαζα, ζωϊκόν παράσιτον των μυών του χοίρου, μεταδιδόμενον και εις τον άνθρωπον δια της εδωδής χαλαζοφόρου χοιρείου κρέατος, τρωγομένου ιδίως ωμού εν μορφή χοιρομοιρίων. Λίαν επικίνδυνον εις τον άνθρωπον και χοίρον (Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας)

 

Σάββατο 24 Φεβρουαρίου 2024

Απόλλων και Μάρπησσα

 

Σερφάρων εις το Facebook τη Μάρπησσα θωρώ

κι αμέσως αναφώνησα «θεέ μου τι μωρό»!

Ανοίγω ευθύς λογαριασμό, λέγομαι, γράφω, Απόλλων

κι ένιωθα ο πιο όμορφος μέσα στον κόσμον όλον.     

Αιτούμαι τη φιλία της χωρίς καθυστερήσεις

και της τονίζω «επιθυμώ τάχιστα ν᾿ απαντήσεις».

«Ήρθες» μου λέει δεύτερος «τα έχω  με τον Ίδα».

«Εγώ» της λέω «Μάρπισσα, τον Ίδα σου ουκ  οίδα.

Ίδα για μένα δεν έχει, εγώ σε θέλω πάντως                          

και σε ποθώ πάρα πολύ, ως λένε, ακραδάντως».

 

Τα ξέρασε στον φίλο της κι εκείνος τις φοβέρες

άρχισε και μου έλεγε πως θα με φαν οι σφαίρες.

Μα τα πυρά ανταπέδιδα, του ᾿λεγα θα την πάρω

και δεν φοβούμαι τον Θεό, και δεν φοβούμαι Χάρο.

«Να την ξεχάσεις» του ᾿λεγα «τη Μάρπησσα τη θέλω

κι αν συνεχίσεις, μάθε το, στον Άδη σ᾿ αποστέλλω».

 

Ο Ίδας είχε στριμωχτεί κι ακούστε αηδία

πήγε και με κατάγγειλε στου Facebook τον Δία.

Πως τάχα σεξουαλικώς παρενοχλώ την κόρη

και να την κάνω πεθυμώ γκόμενα με το ζόρι.

 

Ο Δίας επροσκάλεσε να έρθει και η κόρη

κι ήρθε ντυμένη έξαλλα, θα ᾿σερνε και βαπόρι!

Πώς δεν θα επηρέαζε και του Δία την κρίση

και με την μέγιστη ποινή να μην με τιμωρήσει;

Ερώτησε τη Μάρπησσα -στημένη ήταν η δίκη-

σε ποιον εν τέλει εκ των δυο επιθυμεί ν᾿ ανήκει.

«Εγώ» λέει η Μάρπησσα «επιθυμώ τον Ίδα.

Σύντομα ο άλλος θα χαθεί κι αν τον είδες τον είδα».

 

Ο Δίας μου επέβαλε αποκλεισμό ισόβιο

κι έλα να δείξεις, αν μπορείς, υπομονή Ιώβειο!   



Τρίτη 20 Φεβρουαρίου 2024

Ο βέλτιστος ουρητήρας για λιγότερες πιτσιλιές

Η επιστήμη μίλησε! Βέλτιστος ουρητήρας,

είτε είσαι στη νιότη σου είτε είσαι στο γήρας,

είναι αυτός που βλέπετε εις τη φωτογραφία

και σας τη δίνω σήμερα με μια σεμνοτυφία.

Ερευνητές στο Ουοτερλού, πάνω στη Βρετανία,

να μην τους φάει ο μαρασμός, η πλήξη κι η ανία,

είπαν να βρουν το βέλτιστο σχήμα του ουρητήρα

κι όση κι αν θέλει ας χρειαστεί, στην έρευνά τους, λίρα.

Γιατί άντρες έχουν πολλοί την τάση να λερώνουν

με σταγονίδια αδέσποτα που γύρω ελευθερώνουν

και για να προλαμβάνονται οι όποιες πιτσιλιές

ο ουρητήρας με αυτές να ᾿ν᾿ προδιαγραφές:

Πρέπει να ᾿ναι ψηλόλιγνος και με καμπυλωμένα

τα πλάγια τοιχώματα, κατάλληλα για μένα,

για σένα, σ᾿ οποιοδήποτε ύψος έχει καθένας,        

να μη φεύγει με πιτσιλιές, σκελέας του βρεγμένας.    

Κλειδί είναι η πρόσπτωση να ᾿χει μικρή γωνία

και τέρμα εις τις πιτσιλιές, τέρμα στην αγωνία.

Βέλτιστον είναι η γωνιά να ᾿ναι τριάντα μοίρες

και όσες θες κατέβαζε τις παγωμένες μπύρες.

 

Γι᾿ αυτό και μόλις έβγαινα απ᾿ τ᾿ αποχωρητήριο

κάτι κοπέλες έλεγαν «να τον πάλιν τον κύριο».

Τώρα σκέφτομαι θα ᾿βλεπαν μπροστά τις πιτσιλιές

κι ευθύς εξαφανίζονταν όλες οι κοπελιές.

Γιατί τόσο αργήσατε να φτάσετε στη λύση

κι η πιτσιλιά κατάφερε εργένη να μ᾿ αφήσει;

Γιατί να μη μου λέγατε εγκαίρως τη γωνία;

Ό,τι κι αν κάνω τώρα πια θα ᾿ν᾿ ματαιοπονία.

                                                





Τρίτη 13 Φεβρουαρίου 2024

Απόλλωνας και Δάφνη


Σερφάροντας στο Facebook μιαν ομορφούλα είδα

και όντως με συντάραξε, μου λάσκαρε η βίδα.                        

Δάφνη ονομαζότανε, Δάφνη του Πηνειού

κι ήτανε όντως σάλεμα και σώματος και νου.

Εις τη ζωή μου ήθελα δάφνας πάντα να δρέπω

και δόξης στάδιον λαμπρόν μπροστά μου τώρα βλέπω.

Ανοίγω και λογαριασμό, “Απόλλων”, παρευθύς

και τι επακολούθησε φαντάζεται καθείς.                         

Αιτούμαι τη φιλία της μ᾿ αυτή γι᾿ άλλα τυρβάζει

και σ᾿ αναμμένα κάρβουνα να κάθομαι με βάζει.

«Εδώ ᾿μαι, τη φιλία σου ακόμα καρτερώ.

Επ᾿ άπειρον να καρτερώ» της λέω «δεν μπορώ.       

Νομίζω θα με κλείσουνε, Δάφνη, εις το Δαφνί

και θα φωνώ νυχθημερόν “λαμά σαβαχθανί”».

                    

Για μια στιγμή επρόσεξα στο messenger να γράφει

και νόμισα πως κέρδισα του κόσμου το χρυσάφι.

«Γιατί» μου λέει «κύριε, την κόρη μου πειράζεις

κι  ελευθερία ατομική σκαιώς παραβιάζεις;       

Αφού τη Δάφνη πεθυμάς τόσο να αποκτήσεις

ιδού μια δάφνη, κύριε, τώρα να τη φιλήσεις».

Κι ένα φυτό ανάρτησε ο Πηνειός αμέσως.

Δεν άφησα ν᾿ ανυψωθεί ο δάκτυλος ο μέσος

γιατί ως τέκνον του παπά που ᾿μαι, παπαδοπαίδι,

βάζω σε τέτοιες προσβολές πάντοτε τροχοπέδη.

                  

Και έτσι εστερήθηκα της Δάφνης το βραβείον

και έκτοτε κατάμαυρον μου έκανε τον βίον.

Μα ᾿γώ τοιαύτας προσβολάς δεν παίρνω από ποτάμι

και ήμουν ένας ζωντανός πνιγμένος εν δυνάμει.

Γι᾿ αυτό πήρα απόφαση και θα πνιγώ τωόντι

αφού η Δάφνη δεν ήταν για το δικό μου δόντι.

 

 

Μπαίνει το τραγούδι

«Στης Λαρίσης το Ποτάμι (που το λένε Πηνειό)»

https://www.youtube.com/watch?v=Zs21_P1c9n8